“Ξύπνησε στο σκοτάδι, με μια γεύση σκουριάς στο ξερό του στόμα και κάτι να τον κόβει στις άκρες των χειλιών. Πικρό αίμα. Αυτό σκέφτηκε, χωρίς να ξέρει γιατί. Ανοιγόκλεισε τα μάτια πολλές φορές. Δεν έβλεπε. Γιατί; Πήγε να απλώσει τα χέρια μα δεν μπορούσε να τα κουνήσει. Ήταν δεμένα πίσω του. Ένιωσε τα μάτια του να πλημμυρίζουν. Πού ήταν; Ποιος του το έκανε αυτό; Φοβόταν. Η ανάσα του έγινε γρήγορη. Προσπάθησε να σηκωθεί. Τα πόδια του ήταν κι αυτά δεμένα. Μαμά; Πού είσαι;
Ήταν μόνος.
Άρχισε να βλέπει περιγράμματα. Ήταν σε ένα ορθογώνιο δωμάτιο. Χωρίς έπιπλα. Χωρίς παράθυρα. Μόνο αυτός, το πάτωμα και οι τοίχοι. Άκουγε όμως τη βροχή. Προσπάθησε να ηρεμήσει μετρώντας την ώρα με τον χτύπο της. Στο σχολείο μάθαιναν τώρα τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα. Η δασκάλα είχε πει ότι αν μετρήσεις μέχρι το εξήντα περνάει ένα λεπτό. Ένα, δύο, τρία… σαρανταέξι… ένα λεπτό… τέσσερα λεπτά… σε λίγο έχασε το μέτρημα. Κρύωνε και πεινούσε. Φοβάμαι μαμά. Εδώ είμαι, έλα να με πάρεις. Κρυώνω πολύ. Μαμά;
Έλα και δεν θα τον αφήσω να σε ξαναπειράξει. Το υπόσχομαι. Μαμά;
Τα μάτια του έτρεχαν και κανείς δεν ήταν εκεί να τα σκουπίσει.
Πέρασε ώρα πολλή. Δεν έκλαιγε πια. Σκοτάδι έβλεπε μόνο. Σαν μια μαύρη κουρτίνα να τον χώριζε από τον κόσμο. Μάλλον θα έμενε εκεί για πάντα. Ανήμπορος να κουνηθεί. Ήταν η τιμωρία του. Το παντελόνι του είχε βραχεί μα δεν τον ένοιαζε. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Μια σκέψη πιο μαύρη κι από την κουρτίνα έσπαγε το σκοτάδι εμπρός του. Συγγνώμη μαμά που τον άφηνα. Εγώ φταίω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Χαλάρωσε το σφιγμένο σώμα του. Παραδόθηκε. Κι αν δεν με βρεις μαμά δεν πειράζει, εγώ θα σ’ αγαπώ.
Μια πόρτα άνοιξε, μια σχισμή φωτός φάνηκε. Υπήρχε πόρτα; Στηρίχτηκε στον αγκώνα του, σηκώθηκε όσο μπορούσε. Μια γυναίκα. Μαμά; Όχι. Τον πλησίασε. ‘Μη φωνάξεις’, του είπε.’ Πεινάς;’ Εκείνος κούνησε το κεφάλι προς τα κάτω. Κρατούσε ένα σακουλάκι. Το έσκισε. Η φωτεινή γραμμή που άφηνε η χαραμάδα της πόρτας έπεσε πάνω του και είδε ότι ήταν ένα κρουασάν σοκολάτας σαν αυτά που είχε το περίπτερο. Η γυναίκα τού έλυσε διστακτικά το μαντήλι. Δεν φώναξε. Τον τάισε το κρουασάν στο στόμα. Η γεύση σοκολάτας τον πλημμύρισε. Ήταν ωραία. Γιατί να είναι τόσο ωραία; Ένιωθε τύψεις που την απολάμβανε. Για μια στιγμή μόνο ξέχασε πού βρίσκεται. Η γυναίκα έβγαλε ένα μπουκαλάκι νερό. Το βλέμμα του μαγνητίστηκε. Του το έβαλε στο στόμα και το ήπιε. Λαίμαργα, όπως η χήνα έτρωγε το ντόνατ. Η πόρτα έτριξε γέρνοντας και φώτισε λίγο ακόμα. Μπόρεσε να διακρίνει το πρόσωπό της. Τα μαλλιά της ήταν ξανθά. Ήταν όμορφη. Είχε μια μεγάλη γραμμή στο αριστερό μάγουλο από τα χείλια μέχρι το αυτί. Το ένα της μάτι του θύμισε τη μαμά.”
Απόσπασμα από το διήγημα Παιδική Χαρά της Ανθολογίας 23 Εγκλήματα στον Χολαργό, εκδόσεις Κύφαντα
Leave a Reply