Δεν έπαιρνε αεροπλάνο, πάντα με πλοίο ταξίδευε. Γεννημένος στην Κρήτη την ήξερε τη θάλασσα καλά, μόνο αυτήν εμπιστευόταν.
Έριξε ξανά μια αγχωμένη ματιά στο ρολόι του και σφίχτηκε ολόκληρος. Όσο συχνά και αν ανέβαινε, ποτέ του δε συνήθισε τη βαβούρα της πρωτεύουσας, τον πολύ τον κόσμο, τις καθυστερήσεις. Τα ’βαζε με τον εαυτό του που, σαν πρωτάρης, ξεγελάστηκε κι αργοπόρησε πάλι.
Στο λιμάνι η θάλασσα αστραποβολούσε ηλιαχτίδες και φως πρωινό κι εκείνος έτρεχε αλαφιασμένος με το εισιτήριο στο χέρι του να ανεμίζει.
Λαχανιασμένος είδε το καράβι της γραμμής δεμένο στους κάβους. Ανάσανε μ’ ανακούφιση, μα δεν έκοψε ταχύτητα, ώσπου φορτσάτος ανέβηκε στον καταπέλτη.
Ξαφνιάστηκε απ’ το σώμα που του ’κοψε απότομα τον δρόμο. Είχε καρδιά αγνή, δεν ήταν συνηθισμένος στα μαλώματα, έσκυψε το κεφάλι.
Οι άγριες φωνές τον τρόμαξαν, έσβησαν το στραφτάλισμα του ήλιου, σκοτείνιασαν τη μέρα εντελώς.
Χέρια τον απώθησαν με βία. Ξανά. Πάλι.
Γιατί τόση οργή;
Δεν καταλάβαινε. Μπερδεύτηκε.
Τι είχε κάνει λάθος; Αφού είχε προλάβει.
Τους εξηγούσε, μα δεν άκουγαν. Τα λόγια του τα έπαιρνε ο αέρας.
Κι ύστερα παύσαν οι φωνές, ο θόρυβος των μηχανών εξαφανίστηκε.
Γλυκόφθογγη η φωνή της θάλασσας που τόσο αγαπούσε ζέστανε την καρδιά του:
Σ’ ασφάλισα στην καταγάλανη αγκαλιά μου, να μη νιώθεις άλλο τις σπρωξιές. Σου κάλυψα τ’ αυτιά, σε σκέπασα ολόκληρο. Φτάνει, δε θ’ ακούς πια τις ασχήμιες τους.
Κοιμήσου. Ησύχασε.
Κι άσε εμένα, τώρα, ξέρω. Ταξιδεύτρα των αιώνων εγώ, θα σ’ οδηγήσω σ’ έναν κόσμο καλύτερο, φτιαγμένο από αγάπη και φως.
Κοιμήσου, φίλε μου. Ησύχασε.
Δε σου αξίζει αυτή η γη. Πώς άντεξες τριάντα έξι χρόνια εκεί πάνω;
Κοίτα, μαργαριτάρια σπαρμένος ο βυθός μου, στους πολυτιμότερούς μου θησαυρούς θα προστεθείς κι εσύ.
Κοιμήσου, κοιμήσου. Ησύχασε.
Εκείνοι δεν μπόρεσαν να σ’ εκτιμήσουν, κοίτα, φεύγουν, το σκάνε με τον καταπέλτη ακόμα ανοιχτό.
Κοιμήσου, Αντώνη. Ησύχασε.
Η δίνη, τα τρικυμισμένα μου νερά για κείνους είναι. Ανακατεύτηκαν τα σπλάχνα μου απ’ την μισανθρωπιά. Σιχάθηκα, δεν τους αντέχω.
Εσύ ντύσου το χάδι μου. Γαλήνεψε. Θα λάμψει η αλήθεια σου, όπως τα διαφανή νερά μου κι εγώ υπόσχομαι να σε ταξιδεύω αέναα στις πιο λαμπρές ακρογιαλιές.
Μόνο κοιμήσου εσύ και ησύχασε. Ησύχασε.
Leave a Reply