Τα βήματά μου αντηχούν στα αυτιά μου πολύ δυνατά. Περπατάω γρήγορα. Πολύ γρήγορα. Σχεδόν τρέχω. Ο δρόμος είναι σκοτεινός. Οι μισές λάμπες του δήμου είναι καμένες ή και σπασμένες και όσες απομένουν πνέουν τα λοίσθια. Η ώρα είναι περασμένη. Κοντεύει μία το βράδυ και κάνει κρύο. Μπορεί να άργησε να έρθει ο χειμώνας, αλλά στα μέσα Γενάρη, τώρα, έχει πολύ κρύο. Θέλω να πάω σπίτι όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Να φάω. Να κάνω ένα καυτό μπάνιο. Να δω τηλεόραση μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Μου αρέσει η ηρεμία της νύχτας. Μου αρέσει η μοναξιά. Αρκεί να μην περπατάω μόνη μου στον δρόμο τέτοιες ώρες.
“Βοήθεια! Βοήθεια!” Ένα αντρικό ουρλιαχτό σκίζει την εκκωφαντική ησυχία. Ένας άντρας γύρω στα σαράντα, λεπτός και πολύ ψηλός τρέχει από την απέναντι πλευρά του δρόμου κατευθυνόμενος προς το μέρος μου.
Παγώνω στη θέση μου. Παύω να τρέχω. Σταματάω να ανασαίνω. Κι ύστερα φτάνει μπροστά μου. Βλέπω δάκρυα στα μάτια του. Σα να φώναζε πολλή ώρα για βοήθεια σε μια πόλη τόσο αφιλόξενη όσο η καρδιά της Αθήνας στην οποία όλοι αποφεύγουν τους μπελάδες.
Ποτέ μην φωνάζεις ‘βοήθεια’ σε μια ώρα ανάγκης, όλοι φεύγουν μακριά. Φώναξε ‘φωτιά’. Όλοι θέλουν να δουν και να προστατευτούν, και γιατί όχι να προστατέψουν κι άλλους, από το πιο ισχυρό στοιχείο της φύσης, μου έλεγε πάντα η γιαγιά μου.
“Σε παρακαλώ, βοήθησέ με” μου λέει με σιγανή φωνή φτάνοντας κοντά μου, ασθμαίνοντας από το τρέξιμο.
“Να σε βοηθήσω από τι;” απαντάω, προσπαθώντας να κρύψω το τρέμουλο της φωνής μου. Φοβάμαι.
Δεν χρειάστηκε κάτι άλλο. Κατάλαβε αμέσως τον φόβο μου. Όσο και να ήθελα να τον κρύψω από τη φωνή μου, ήταν ορατός στο βλέμμα μου και στα χέρια μου που έτρεμαν.
“ΑΠΟ ΜΕΝΑ” είπε ξαφνικά με σταθερό και αυταρχικό τόνο χαμογελώντας με εκείνο το χαμόγελο της παράνοιας που βλέπουμε πολλές φορές σε ταινίες τρόμου.
Με μια αστραπιαία κίνηση έβγαλε από τη ζώνη του τον στερεωμένο σουγιά που κρεμόταν κι όταν τον είδα ήταν πλέον πολύ αργά.
Μου έσκισε τον λαιμό με τον σουγιά. Μου έσκισε τα ρούχα και μακέλεψε το σώμα μου με το δικό του. Με άφησε νεκρή στη μέση ενός δρόμου που κανένας δεν κυκλοφορούσε, κανένας δεν άκουσε και κανένας δεν είδε τίποτα μέχρι το επόμενο πρωί. Το επόμενο πρωί -και για πολλές εβδομάδες- η ανεξήγητη δολοφονία και ο βιασμός μου θα είναι στις ειδήσεις, στις εφημερίδες, στα στόματα όλων. Αλλά εγώ δεν είμαι πια εκεί, ανάμεσά τους.
Πλέον ούτε κρυώνω, ούτε φοβάμαι, ούτε τρομάζω με το σκοτάδι. Εδώ έχει πάντα φως. Εκτυφλωτικό φως. Όλα είναι διαφορετικά εκτός από ένα πράγμα… Παραμένω πάντα μόνη μου. Στη ζωή και στον θάνατο. Όπως όλοι σας.
Μίνα Τσιμόγιαννη
Αρχαιολόγος – συγγραφέας
Leave a Reply