Μισώ τα Χριστούγεννα!
Τα Χριστούγεννα για μένα, αλλά και για όλα τα παιδιά που είμαστε στη δουλειά, είναι η εποχή των παθών! Με το που μπαίνει ο Δεκέμβρης αρχίζουν τα βάσανα. Άγχος, απλήρωτες υπερωρίες, φωνές από τον επιστάτη και κρύο πάνω στο μηχανάκι…
Για να καταλάβετε τι εννοώ πρέπει να σας πω δυο λόγια για τη δουλειά. Όταν είδα την αγγελία «Ζητούνται νέοι με μηχανάκι και δίπλωμα», τι να φανταστώ; Ότι ζητούσαν ντελιβερά. Αμ, δε ζητούσαν ντελιβερά. Στο τηλέφωνο μου είπαν ότι είναι δουλειά σε εργοστάσιο, στο «περίφημο Εργαστήριο Santa Α.Ε». Μακάρι να με πάρουν, σκέφτηκα. Πήγα να με δουν με μεγάλο άγχος. Δεν τους είχα πει ότι είμαι μετανάστης, νόμιμος βέβαια, αλλά μετανάστης. Δεν τους ένοιαξε καθόλου. Ούτε που το σχολίασαν.
Με παρέλαβε ένας επιστάτης και μου έδειξε το εργοστάσιο. «Κατασκευάζουμε παιχνίδια και δώρα για παιδιά, κατά παραγγελία», μου εξήγησε. Εγώ είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Δεν είχα δει ποτέ μου κάτι τέτοιο, τόσο όμορφο εργοστάσιο, φωτεινό και λαμπερό.
«Και το μηχανάκι; Γιατί ζητάτε μηχανάκι στην αγγελία;», ρώτησα.
«Α, αυτό…» απάντησε εκείνος αδιάφορα. «Ε… ξέρεις, όταν το αφεντικό δεν προλαβαίνει να παραδώσει όλες τις παραγγελίες, τότε βάζουν και οι εργάτες ένα χεράκι».
Όλα έμοιαζαν τέλεια και ξεκίνησα την επόμενη μέρα με μεγάλη χαρά. Αλλά η χαρά δεν κράτησε πολύ.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και μας είχαν πνίξει οι παραγγελίες. Οκτάωρο; Ποιο οκτάωρο; Δώδεκα και δεκατρείς ώρες δουλεύαμε, εννοείται χωρίς να πληρωνόμαστε επιπλέον, με κάτι αόριστες υποσχέσεις για bonus. Όμως, όσες υπερωρίες και να κάναμε, πάλι δεν έβγαινε η δουλειά. Το αφεντικό δεν ήταν ευχαριστημένο. Με άγχος τελείωνε η μια μέρα, με άγχος ξεκινούσε η επόμενη. «Μα δεν το βλέπει ο Σάντα ότι είναι αδύνατον να προλάβουμε τις παραγγελίες μέχρι τα Χριστούγεννα;» αναρωτήθηκα μια μέρα φωναχτά. Για κακή μου τύχη περνούσε δίπλα μου ο επιστάτης και με άκουσε. Ύστερα από λίγο τον είδα στο πατάρι του δεύτερου ορόφου με έναν χοντρό ασπρομάλλη, ντυμένο στα κόκκινα. Του μιλούσε και έδειχνε προς το μέρος μου.
«Ωχ, φίλε, το αφεντικό κοιτάζει προς τα εδώ» μου είπε ο διπλανός μου.
«Αυτός ο χοντρός είναι το αφεντικό;»
«Ναι, αυτός είναι ο Αη»
«Σάντα δεν τον λένε;»
«Εμείς εδώ τον λέμε Αη»
Τις επόμενες μέρες η πίεση διπλασιάστηκε, αλλά αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όσα ακολούθησαν. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Mας είχε βγει η πίστη όλη μέρα να ετοιμάσουμε τις παραγγελίες της τελευταίας στιγμής και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν πότε θα ερχόταν η ώρα να γυρίσω σπίτι, να φάω δυο σουβλάκια και να πέσω για ύπνο. Τότε μας φώναξε ο επιστάτης. Χάρηκα, σκέφτηκα ότι ίσως μας έδιναν το bonus που μας είχαν υποσχεθεί και αναρωτιόμουν γιατί οι άλλοι ήταν κατσουφιασμένοι.
Ο επιστάτης άρχισε να λέει κάτι για το πνεύμα των Χριστουγέννων, για τα παιδιά που περιμένουν τα δώρα τους και άλλα τέτοια, μέχρι που μας έσκασε το νέο. Δεν θα σχολούσαμε, είχαμε μια αποστολή να εκτελέσουμε. Να μοιράσουμε στα παιδιά τα δώρα!
«Εμείς;» ρώτησα χαμηλόφωνα τον διπλανό μου.
«Ε, ναι! Ποιος νομίζεις ότι τα μοιράζει κάθε χρόνο; Πιστεύεις ότι τα πηγαίνει όλα ο Αη; Πηγαίνει μερικά, έτσι για να φαίνεται. Κάνει χο, χο χο, παριστάνει τον καλό στα παιδάκια και εμάς μας πατάει κάτω! Μας ξεζουμίζει για ένα κομμάτι ψωμί». Τον κοίταξα σαστισμένος.
«Δηλαδή, θέλεις να πεις…»
«Θέλω να πω, φίλε, ότι ο Αη Βασίλης είναι μεγάλη λέρα!»
Καταλαβαίνετε τώρα γιατί μισώ τα Χριστούγεννα;
Leave a Reply