Τα αυτοκίνητα στη σειρά, μοιάζουν σαν φίδι χωρίς κεφάλι. Μια ουρά ατελείωτη, που φτάνει ως εκεί που στρίβει ο δρόμος. Το φανάρι γίνεται πράσινο, τα αυτοκίνητα φεύγουν, θα κάνει ώρα να ανάψει κόκκινο για να ξαναπιάσει δουλειά. Κάθεται στο κρύο τσιμέντο με την πλάτη στον τοίχο της παλιάς πολυκατοικίας. Μαζεύει τα πόδια για να μην ενοχλεί τους πεζούς.
Κλείνει τα μάτια και βρίσκεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Εκεί που γεννήθηκε, εκεί που μεγάλωσε, εκεί που άφησε γονείς, αδέρφια και την πρώτη του αγάπη.
Να ήτανε, λέει, πίσω, στην πατρίδα, και να είχε δουλειά. Μια δουλειά καλή, κάτι σίγουρο. Ένα κτήμα, ένα μαγαζάκι, κάτι δικό του. Θα είχανε να φάνε, θα είχανε να πληρώσουν για το σπίτι, δε θα χρειαζόταν να φύγει.
Θα έφτιαχνε ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού, κοντά στο δάσος. Θα ζούσαν εκεί, οι δυο τους. Θα είχαν έναν κήπο με λαχανικά, θα είχαν κουνέλια και πάπιες.
Θα είχε ακόμα και τα χίλια δολάρια που μάζεψε δουλεύοντας σκληρά και τα έδωσε στον Χαλίλ που τους φόρτωσε στο σαπιοκάϊκο και τους παράτησε να θαλασσοπνίγονται ώσπου να βγουν στη Σάμο.
Κι εκεί, να κρύβεται απ’ την αστυνομία. Ύστερα, λαθρεπιβάτης σε ψαράδικο, μες το αμπάρι με τις ψαροκασέλες, να βρωμάνε, να του κόβουν την ανάσα. Μέσα στο κρύο, με το μοτέρ του ψυγείου στο αυτί, τον θερμοστάτη να του τρυπάει τα πλευρά. Όλη τη νύχτα κρυβόταν, χωρίς φαΐ, χωρίς νερό. Το πρωί έπιασαν λιμάνι, έφτασε στη μεγάλη πολιτεία. Βρήκε μερικούς συμπατριώτες, έπιασε δουλειά στα φανάρια, όπως του έδειξαν.
Χαρτιά δεν έχει, χάθηκαν όταν πάλευε με τα κύματα. Είναι μόνος, ξένος μέσα στους ξένους. Στενάχωρο να μην έχει κάποιον δικό του, αλλά και μια μορφή ελευθερίας.
Άναψε κόκκινο, τα αυτοκίνητα σταματούν. Βουτάει το σφουγγάρι στο νερό, πλησιάζει το πρώτο αυτοκίνητο. Τρίβει το παρμπρίζ, το στεγνώνει με το λάστιχο κι απλώνει το χέρι στο ανοιχτό παράθυρο.
Εικοσάλεπτο. Το ρίχνει στην τσέπη και προχωράει στο επόμενο. Μερικοί αρνούνται τις υπηρεσίες του, πάει παρακάτω.
Τα αυτοκίνητα στη σειρά μοιάζουν φίδι χωρίς κεφάλι. Ένα φίδι πελώριο, απλωμένο ως εκεί που στρίβει ο δρόμος κι ακόμα πιο πέρα. Όταν νυχτώνει και ανάβουν τα φώτα, φοβάται. Φοβάται ότι μια μέρα αυτό το φίδι με τα πύρινα μάτια θα τον καταπιεί.
Είναι ώρα να φύγει, έχει από ώρα σκοτεινιάσει, τα φώτα άναψαν, τα νιώθει απειλητικά. Σηκώνει τον κουβά, τον αδειάζει στη σχάρα για τα νερά της βροχής και περνά το χερούλι στον αγκώνα. Στη φούχτα μετράει τα κέρματα. Σύνολο, έντεκα ευρώ και ογδόντα λεπτά. Για δέκα ώρες δουλειάς. Στην πατρίδα, με τέτοιο μεροκάματο θα ήταν πλούσιος. Εδώ, ίσα που φτάνουν να ζήσει μαζί με άλλους οχτώ σε ένα σπίτι πενήντα τετραγωνικών.
Κοιτάζει γύρω. Η πόλη είναι γκρίζα, τίποτα όμορφο δεν της βρίσκει. Γυρίζει το βλέμμα στα αυτοκίνητα. Το φίδι ξεδιπλώνει τις φολίδες του μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι.
Παίρνει απόφαση. Αύριο θα φύγει από την πόλη. Φοβάται το φίδι. Κάποια μέρα θα τον καταπιεί. Μπορεί να έχει ήδη συμβεί.
Leave a Reply