Γεωργία Παπαλυμπέρη – Εγώ Είμαι η Μητέρα

«Μα, αστυνόμε, αλήθεια σας λέω, τον σκότωσα και τον έκαψα». Κοιτούσε τον άντρα απέναντι της όπως η μικρότερη κόρη της όταν είχε κάνει κάποια σκανδαλιά, με το πιο αθώο βλέμμα.

«Κυρία μου, σας το λέω για πολλοστή φορά, πηγαίνετε σπίτι σας. Είναι δύσκολο να σας εγκαταλείπει ο άντρας σας, αλλά πρέπει να το δεχτείτε. Και είστε πολύ τυχερή που δεν σας μηνύουμε για το χρόνο και τους πόρους που διαθέσαμε για να ελέγξουμε τα ψέματα σας».

«Μα…»

«Όχι μα.  Ομολογήσατε ότι σκοτώσατε τον άντρα σας, υποδείξατε το μαγαζί από το οποίο προμηθευτήκατε το δηλητήριο, στο οποίο δεν το έχουν φέρει προς πώληση ποτέ. Δεν επιβεβαιώνεται η αγορά ούτε από την πιστωτική σας, την οποία πάντα χρησιμοποιείται. Μεταβήκαμε στο σημείο που κάψατε τον άντρα σας, αλλά στις στάχτες βρέθηκαν μόνο τα υπολείμματα από την κρεβατοκάμαρα σας που όπως παραδεχτήκατε εσείς η ίδια μεταφέρατε και κάψατε».

Η γυναίκα σηκώθηκε νικημένη.

«Ίσως είναι καλύτερα που έφυγε». Άκουσε περνώντας την πόρτα.

Αργότερα, νύχτα πια οδήγησε μηχανικά έως εκεί που είχε κάψει την κρεβατοκάμαρα της. Κατέβηκε από το αυτοκίνητο, πήρε το φτυάρι, έκανε στην άκρη τις στάχτες, άνοιξε ένα λάκκο και ασθμαίνοντας  μετέφερε εκεί το πτώμα του άντρα της από το πορτμπαγκάζ, το περιέλουσε με βενζίνη που είχε κλέψει από το  ντεπόζιτο του αυτοκινήτου της, αλλά και άλλων, πέταξε τον αναμμένο αναπτήρα.

Περίμενε ότι θα κλάψει. Όχι. Κοίταζε τις φλόγες και αισθανόταν θαλπωρή, γαλήνη. Προσπάθησε να θυμηθεί πότε ήταν που έπαψε να τον αγαπάει. Ήταν στο τελευταίο τρυφερό φιλί;  Στον τελευταίο τρυφερό έρωτα; Κατηγόρησε τον εαυτό της. Δεν έπρεπε να είχε συμφωνήσει στα παιχνίδια του σεξ που της πρότεινε. Ήταν όμως τόσο επίμονος και αυτή τόσο φοβισμένη μην τον χάσει. Είχε συναινέσει, χρόνια πριν. Αλλά πότε άρχισε να φοβάται; Πονούσε, πάντα πονούσε. Η βία που της ασκούσε ώστε ο πόνος να προκαλέσει μεγαλύτερη ηδονή δεν λειτουργούσε για εκείνην. Κι όμως χαμογελούσε και τον φιλούσε όταν το μαρτύριο τελείωνε.

Του ζήτησε να την αγγίζει τρυφερά, όμορφα… όπως κάποτε. Την κατηγόρησε ότι συμφώνησε σε κάτι και τώρα θέλει να του το στερήσει, ότι τον βαρέθηκε, ότι ήθελε να τον αφήσει. Μάταια εκείνη επέμενε ότι ήθελε μόνο εκείνον, αλλά το κορμί της αντιδρούσε, υπέφερε. Την πήρε με την βία, κλείνοντας της το στόμα, και ήταν η πρώτη φορά που δεν της ζήτησε συγνώμη όταν εκείνη του είπε ότι την είχε πονέσει. Δεν θα της ζητούσε συγνώμη και εκείνη δεν θα τον φιλούσε μετά το σεξ ποτέ ξανά.

 Ένιωθε ευγνώμον πια για τις ώρες που έλειπε. Δεν ήξερε πως, ούτε το διέψευσε, διαδόθηκε στην γειτονιά ότι εκείνος δεν περνούσε καλά στο σπίτι και γι’ αυτό δούλευε πολύ. Νόμιζε ότι άκουσε κάποια να υποστηρίζει ότι σύντομα θα άφηνε την οικογένεια του. Μακάρι!

Τέσσερα παιδιά, τρία κορίτσια και ένα αγόρι. Ήταν περήφανη για αυτά.

«Μάριε», απευθύνθηκε στο γιό της, «η πόρτα των κοριτσιών ήταν κλειδωμένη το πρωί που πήγα να τις ξυπνήσω και μου είπαν ότι το έκανες εσύ. Παίζεται, είπαν ένα παιχνίδι».

«Τις κλείδωσα για να μην μπει ο μπαμπάς στο δωμάτιο τους». Παραδέχτηκε με θάρρος. «Τον είδα να κοιτάζει την Λένα, όπως κοιτάζει εσένα πριν αρχίσεις να ουρλιάζεις».

«Δεν ουρλιάζω». Σκέφτηκε το μαξιλάρι και τις γροθιές που σκεπάζει το στόμα της για να μην ακουστεί.

«Ουρλιάζεις. Χρειάζεται όμως πιο δυνατά. Να ακούσει κάποιος. Να βοηθήσει».

Τον έκλεισε στην αγκαλιά της. Ήξερε τι έπρεπε να γίνει.

Σηκώθηκε, σκέπασε τα υπολείμματα του ανθρώπινου σώματος με χώμα και άπλωσε τις στάχτες του επίπλου από πάνω.

Μπαίνοντας στο σπίτι είδε τα παιδιά να κοιμούνται στρωματσάδα στο σαλόνι. Χαμογέλασε τρυφερά και ξάπλωσε δίπλα τους. Αισθάνθηκε παρά είδε τα ανοικτά μάτια του Μάριου και ψιθύρισε: «Δεν χρειάζεται να τις προστατεύεις πια. Εγώ είμαι εδώ και για τους τέσσερις σας, γιατί εγώ είμαι η μητέρα».  

                                                                                                                           Γεωργία Παπαλυμπέρη.

Leave a Reply

Your email address will not be published.