“…Ο θόρυβος που ακούστηκε έκανε άλλους να … και άλλους να …”
Ο Ζ είχε αρχίσει να γράφει πριν λίγα λεπτά∙ και, εδώ, ο συγγραφέας, διστάζει. Βρίσκεται ανάμεσα στο “αναρωτηθούν”, το “ανησυχήσουν”, ή το “ανατριχιάσουν”. Όμως, κανένα δεν του αρέσει. Όλα αφήνουν κάτι ακάλυπτο, ατελές, ή … (δε βρίσκει τη λέξη). Κι αν επέλεγε τυχαία;
Μμμμ! Μάλλον, όχι! Τα βρίσκει μονότονα πολυσύλλαβα και αυτό το αρχικό “αν” τα κάνει να μοιάζουν ψεύτικα, άχρωμα, σκηνοθετημένα, ανιαρά, γραμμικά, προεξοφλούμενα, ξενέρωτα, κοινότοπα, προφανή, αμοιβαία αποσβεννύμενα∙ αρχή σταθερή: Όταν κάπου σκοντάφτεις, αλλάζεις θέση. Ο Ζ σηκώνεται από την καρέκλα (υπόλειμμα πατρογονικής art deco;) κατευθύνεται στο παράθυρο, σκύβει επικίνδυνα έξω.
Το σκοτάδι δε βοηθούσε, αλλά διέκρινε κάποιους στο πεζοδρόμιο, πέντε πατώματα χαμηλότερα∙ ήταν τρεις ή τέσσερις, σε ένα υποφωτισμένο ημικύκλιο, να έχουν σκύψει επάνω από έναν όγκο, υπερβολικά σκοτεινό και απόμακρο για να διακρίνει.
«Καλέσατε το ασθενοφόρο;» φώναξε.
Ένας γύρισε∙ γονατισμένος, έδειχνε να επιμένει να τον κοιτάζει. Έτσι, με το φως πίσω του, ο Ζ θα έμοιαζε με τεράστιο πουλί γαντζωμένο στο περβάζι.
Κανείς δεν του απάντησε.
Καλώς.
Πρόβλημά τους.
Βρήκε μια κούπα.
Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση και γεμίζεις μια κούπα καφέ.
Ηλίθια ιστορία! Οι άνθρωποι θεωρούν ότι είναι υπεράνω βαρύτητας και επιχειρούν να πετάξουν. Βέβαια, οι σοφότεροι, επιφυλάσσουν το πείραμα στους άλλους. Αν πετύχει, το αποτολμούν και οι ίδιοι, αν δεν πετύχει, σοφότεροι κατά την κατάληξη, κάθονται στ’ αυγά τους. Επιστροφή στη γραφομηχανή. Αλήθεια, τι αναχρονισμός! Για τον ίδιο. Όχι για τον Κ που πάντα έλεγε «…τις λέξεις δεν αρκεί να τις βλέπεις, πρέπει και να τις ακούς».
Και τα ρήματα επέμεναν να του κρύβονται.
Ξάπλωσε στο ντιβάνι του Κ.
Όταν κάπου σκοντάφτεις, απλά αλλάζεις θέση, γεμίζεις μια κούπα καφέ, ξαπλώνεις.
Ήταν φανερό ότι τον είχε παραζαλίσει. Επισκεπτόταν συστηματικά τον Κ στο δωμάτιό του. Δύο, τρεις, ή και τέσσερις φορές την εβδομάδα. Φυσικά, αρματωμένος με όλα τα στοιχεία. Επιλογές ρημάτων, ή και φράσεις, ή ακόμα και ολόκληρες παραγράφους. Μα, ήταν προφανές! Ο Κ τον είχε αντιγράψει! Ο Κ τον αντέγραφε! Αλλά και τι θράσος ολκής, θράσος πρωτοφανές, έως αξιόποινο! Ο Κ θα πρέπει να είχε τρελαθεί, τρεις ανατυπώσεις σε εννιά μήνες, την εποχή που ο κόσμος είχε πάψει να διαβάζει∙ δε διάβαζε. Το βιβλίο στην τριακοστή πρώτη θέση μιας λίστας τριάντα προτεραιοτήτων∙ ήταν ακριβό, έλεγαν. Και στην κρίση, είναι η κουλτούρα που την πληρώνει πρώτη∙ η όποια κουλτούρα τέλος πάντων.
Ο Ζ απειλούσε ότι θα τον ξεμπροστιάσει και ο Κ τον ειρωνευόταν. Του έλεγε ότι κανείς δεν θα τον πίστευε, έτσι άγνωστος και ανώνυμος που ήταν. Και πως «…αν είχε γράψει δυο σωστές σελίδες, αυτές, χάνονταν μέσα στις ασυναρτησίες, που, μόνο γι αυτές ήταν επώνυμα γνωστός...». Και κουνούσε τα χέρια του, ανεμοπαρμένος, σαρκαστικά, περιγελαστικά, σαν ένα τεράστιο, εκτός τόπου χθόνιο πουλί και έκανε κύκλους στο δωμάτιο και πλάι στο παράθυρο. Κι όταν ο Ζ τον πλησίασε, κι όταν ο Ζ τον ακούμπησε (τον ακούμπησε;) ο Κ θα χαθεί -λάθος του;- στο μαύρο του παραθύρου∙ ίδιος πρωτεϊκός, Σεφέρειος Νιζίνσκι στο ανατολίτικο χαλί του.
Leave a Reply