Έλενα Χουσνή – Η βιτρίνα

Μπορεί και να μην το μάθαινα. Αυτό ήταν το σχέδιο. Να το μάθω όταν θα ήταν αργά. Αν δεν περνούσα εκείνο το Σάββατο έξω από το μαγαζί, στις 8.30 ακριβώς, αν δεν γύριζα από συνήθεια το βλέμμα μου, αν δεν έβλεπα ότι η βιτρίνα ήταν άδεια, αν δεν πλησίαζα να δω το κολλημένο άτσαλα χαρτί που έγραφε με μεγάλα γράμματα «ΚΛΕΙΣΤΟΝ», δεν θα το μάθαινα εγκαίρως. Ήταν τα δικά της γράμματα, ήμουν σίγουρος. Το αβέβαιο Σ που πάντα το έγραφε σαν Ε, το κοφτό Ν, το παιχνιδιάρικο Κ με τις ουρές στην άκρη του, το ολοστόγγυλο Ο. Μόνο εκείνη έγραφε έτσι.

Η βιτρίνα που το προηγούμενο βράδυ στόλιζε για τα Χριστούγεννα και γι` αυτό ακύρωσε το ραντεβού μας, έχασκε άδεια. Πιο γιορτινή από ποτέ, κενή από ψεύτικες κούκλες και φορέματα με στρας. Παραδόξως η μόνη σκέψη που έκανα για ώρα ήταν πόσο μου άρεσε αυτή η άδεια βιτρίνα σε σχέση με όλες όσες είχε φτιάξει τα τελευταία τρία χρόνια που την γνώριζα. Η μινιμαλιστική της απρέπεια με τις δύο ολόγυμνες κούκλες, τα ξέφτια από ρούχα στο πάτωμα που έπρεπε να εστιάσεις το βλέμμα σου για να τα προσέξεις, ένα γάντι πλαστικό από τα καθαρίσματα της τελευταίας στιγμής- να έγιναν άραγε τα ξημερώματα για να προλάβει;- όλα μου άρεσαν.

Μπορεί και να μην προλάβαινα, αν εκείνη την στιγμή δεν έφευγα γκαζωτός για το σπίτι της. Αν δεν μου άνοιγε η κυρία από δίπλα για να μου πει ότι είχε φύγει πριν από λίγο και ότι θα έπαιρνε το ΚΤΕΛ για το χωριό της μάνας της. Προφανώς δεν της είχε πει να μην μιλήσει σε κανέναν. Νόμιζε, πίστεψε ότι θα προλάβει. Και θα προλάβαινε αν εγώ δεν το μάθαινα.

Πιθανόν να μην τα κατάφερνα αν δεν έτρεχα με 160 χιλιόμετρα μέχρι τον σταθμό του ΚΤΕΛ και αν δεν την έβλεπα να μπαίνει πρώτη – πρώτη. Από εκεί και πέρα ήταν πιο εύκολο. Έμεινα πίσω από το λεωφορείο σε όλη την διαδρομή. Πάρκαρα κάπου όπου δεν μπορούσε να με δει στην πρώτη και την δεύτερη στάση. Μετά από έξι ώρες οδήγηση είχα φτάσει κι εγώ κι εκείνη στο χωριό. Πιθανόν να μην προλάβαινε καν να με δει αν – από φόβο ίσως;- δεν γυρνούσε να κοιτάξει πίσω της την ώρα που έμπαινε στο δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι της μάνας της.

Το ήξερα καλά εκείνο το δρομάκι. Ακατοίκητα σπίτια, σε ένα δύο μόνο έμεναν κάτι γέροι. Πρόλαβε και με είδε. Δεν ξέρω αν κατάλαβε ότι ήμουν εγώ στην αρχή. Της έκλεισα το στόμα και την τράβηξα στα χαλάσματα ενός σπιτιού. Ήθελα να με κοιτάξει στα μάτια. «Γιατί;» της είπα. Μούγκριζε και προσπαθούσε να ελευθερωθεί. «Η βιτρίνα έγινε πολύ ωραία» της ψιθύρισα και φίλησα τα μαλλιά της. Είχε αρχίσει να ιδρώνει. Μύριζε ωραία ο ιδρώτας της.

Συνέχισε να μουγκρίζει για μερικά λεπτά. Έπειτα έπεσε σαν τσουβάλι στα χαλάσματα. Περίμενα να βραδιάσει. Την έγδυσα, άφησα μόνο το ολοκόκκινο κασκόλ τυλιγμένο 3 φορές στο λαιμό της. Την έστησα μπροστά στο παράθυρο του μισογκρεμισμένου σπιτιού ακριβώς δίπλα στο σπίτι της μάνας της. Έτσι θα μπορούσε να δει την κόρη της, την κούκλα της, μόνη στην βιτρίνα και να την καμαρώσει. Έγραψα ΚΛΕΙΣΤΟΝ με τα δικά μου γράμματα και έφυγα. Αυτή η βιτρίνα ήταν στ` αλήθεια γιορτινή!

Leave a Reply

Your email address will not be published.