Είκοσι τρία εγκλήματα στον Χολαργό

Είκοσι τρεις συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας κλήθηκαν να συμμετάσχουν στον επετειακό συλλογικό τόμο με τίτλο Είκοσι τρία εγκλήματα στον Χολαργό (εκδόσεις Κύφαντα) με αφορμή το 4ο Φεστιβάλ Αστυνομικής Λογοτεχνίας Agatha. Να αναφέρω πως η ποιότητα της έκδοσης είναι εξαιρετική, προσεγμένη κατά πως της πρέπει. Το εικαστικό του εξωφύλλου σκοτεινό, αποπνέοντας δόσεις μυστηρίου, τόσο όσο, έχοντας σε πρώτο πλάνο το πολεοδομικό σχέδιο του δήμου Χολαργού.

Κοινός τόπος ο Χολαργός, εκεί άλλωστε γεννήθηκε κι η ιδέα των αστυνομικών φεστιβάλ, στο βιβλιοπωλείο Monogram, και κοινό σημείο αναφοράς το έγκλημα.  Χωρίς να υπάρχει περιορισμός ως προς τον χρόνο, οι γράφοντες εμπνεύστηκαν τη δική τους ιστορία, βάζοντας τη δική τους συγγραφική πινελιά στο ψηφιδωτό της συλλογής. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων ανήκει στην ΕΛΣΑΛ (Ελληνική Λέσχη Συγγραφέων Αστυνομικής Λογοτεχνίας) γεγονός που κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα τη συλλογή.

Μέσα από τις αφηγήσεις έχουμε, εμείς οι αναγνώστες, τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε και να γνωρίσουμε ήρωες από όλο το φάσμα της αστυνομικής λογοτεχνίας: hard boiled και pulp, από τη noir με αρκετές παραλλαγές και, ασφαλώς, από τη σχολή whodunit.

Πιο αναλυτικά:

Ο Γρηγόρης Αζαριάδης, χρησιμοποιώντας γνώριμη και οικεία σ’ εκείνον φόρμα, στην ιστορία του «Ο Αλτσχάιμερ σπέρνει τον τρόμο» έχει ως κεντρικό ήρωα τον περί ου ο λόγος. Έναν δεινό εκτελεστή με ένα μεγάλο κουσούρι που δυσκολεύει τη ζωή των γύρω του, που σκορπά δεξιά και αριστερά πτώματα, και δίνει στο τέλος ο ίδιος τη λύση. Ο Συγγραφέας, έτερος πρωταγωνιστής, αρκείται στο να τον παρακολουθεί να παίζει με τη φωτιά.

Στη μικρή ιστορία «Φωτογραφίες γάμου», η Έρικα Αθανασίου σε μια κλασική ιστορία ποιος-το-έκανε επιλέγει να κινήσει τους ήρωές της στη σφαίρα της ματαιοδοξίας και της επίπλαστης ευτυχίας. Ένας φωτογράφος, ένας ιερόσυλος κλέφτης, μια νύφη ινφλουένσερ και ο νεόνυμφος δημιουργούν ένα εξαιρετικό όσο και αταίριαστο τετράγωνο.

«Ίχνη στον καθρέπτη» είναι ο τίτλος του διηγήματος του Πάνου Αμυρά. Ή ενναλακτικά: Πώς μπορεί να βρεθείς μπλεγμένος. Μέσω της εναλλαγής του χρόνου, παρακολουθούμε την κοινή πορεία ενός ζευγαριού, έχοντας ως κεντρικό αφηγηματικό γεγονός μια διάρρηξη. Αθώοι και φταίχτες μπλέκονται μέχρι να βρεθεί και, κυρίως, να δοθεί η λύση.

Η Ειρήνη Βαρδάκη μάς παρουσιάζει ένα μικρό ―σε έκταση και μόνο― κλειστοφοβικό ψυχολογικό θρίλερ, εγκλωβισμένο στο άχρονο ή, έστω, στην σχεδόν αέναη χρονική επανάληψη. Η ανώνυμη ηρωίδα, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, διηγείται υπό τη μορφή σκέψεων-εσωτερικού μονολόγου το χρονικό ενός χωρισμού, μιας επιθυμίας επανένωσης και ενός αποχωρισμού. Τίτλος της ιστορίας «Κανένα παράθυρο, μωρό μου».

Ο Άντυ Βρόσγος απλώνει το μυθοπλαστικό υλικό του στην οδό Ναυαρίνου 31 Α. Στο ομώνυμο διήγημα, ο πρωταγωνιστής, ο Κίμωνας, θολωμένος και κυρίως χολωμένος εξυφαίνει ένα σχέδιο απόδρασης από τις συνέπειες των πράξεών του. Μόνο που η ζήλια ήταν και είναι πάντα ένας κακός σύμβουλος. Και η κάθαρση έρχεται και σβήνει αργά και σχεδόν βασανιστικά την οσμή της εκδίκησης.

Υπό τον ευφάνταστο τίτλο «Η ιστορία του τύπου που γινόταν στουπί», ο Χρήστος Γιαννάκενας μας παρουσιάζει ένα ατόφιο hard boiled διήγημα. Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Οι οδηγίες σαφείς: Εντοπίστε την πληγή του κακού, εφαρμόστε το φάρμακο, μην περιμένετε να δείτε την επίδραση, εξαφανιστείτε. Αλκοόλ, χαρτοπαικτικές λέσχες, σωματική κακοποίηση, τολύπες καπνού, είναι μέρος του σκηνικού. Και ασφαλώς μπορείτε να επαναλάβετε τη διαδικασία για όσες φορές θέλετε. Μέχρι να σας πιάσουν δηλαδή.

Ο Παναγιώτης Γιαννουλέας στο διήγημά του «Νύχτα τρόμου» δημιουργεί την απαραίτητη αχλή μυστηρίου που σκεπάζει το γεγονός της πυρκαγιάς της μονοκατοικίας επί της οδού Υμηττού. Διεθνή κυκλώματα, καρτέλ ναρκωτικών, πλαστικές επεμβάσεις, εκβιασμοί και πατρική αγάπη δίνουν ανόθευτες δόσεις αγωνίας στον αναγνώστη. Όλα στο τέλος τακτοποιούνται, αρκεί ασφαλώς να έχει πληρωθεί το απαραίτητο τίμημα.

«Euripides vs Periklis 0-0». Αυτός κι αν είναι αγώνας. Ο Σέργιος Γκάκας μπλέκει τον ήρωά του, τον Ευριπίδη, σε μια αλλότρια προς εκείνον ερωτική περιπέτεια. Από την άλλη, ο έτερος ήρωας, ο Περικλής, κοιμάται τον ύπνο του δικαίου κι ας νομίζει πως είναι πονηρός. Στη μέση, ως διαιτητής, το μήλον της Έριδος, η Άσπα (από το Ασπασία ασφαλώς), ρυθμίζει τα γεγονότα, υποβοηθούμενη από τον επόπτη Αλκιβιάδη (με τη φήμη του αρχαίου προκατόχου του).

Η κλεμμένη κεφαλή, για την ακρίβεια η βίαια αποκομμένη χάλκινη κεφαλή του Περικλή, είναι η σπίθα που ανάβει τη φωτιά στη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου. Στο «Περί κλέους» ο Αντώνης Γκόλτσος στήνει μια ευφάνταστη ιστορία χρησιμοποιώντας την ειρωνεία και το χιούμορ,  σαν να θέλει να θέσει ένα ερώτημα στους αναγνώστες: Για φαντάσου να συμβεί στ’ αλήθεια.

Στο διήγημα «Όγδοο ρούχο» της Νίνας Κουτελάκη, παρακολουθούμε την ιστορία της Λιλίκας. Από την παιδική μέχρι και την τρίτη ηλικία. Σ’ αυτή την ιστορία, το έγκλημα δεν είναι στιγμιαίο, έχει διάρκεια, και μαζί με τη μνήμη δημιουργούν την επιθυμητή ατμόσφαιρα. Όνειρα, σκέψεις, ματαιώσεις, παραίτηση, ενυπάρχουν μέσα σ’ αυτή την τραγική και ταυτόχρονα τρυφερή προσωπική διαδρομή της πρωταγωνίστριας.

«Το κολιέ» είναι μια κλασική αστυνομική ιστορία. Στην αφήγηση του Αλέξη Μοστριού απαντώνται ο αστυνομικός, ο παραβάτης, το θύμα, ο αυτόπτης μάρτυρας, η ομολογία, η σύλληψη. Και όλα αυτά εμφανίζονται όπως αρμόζει, με τη σειρά, έχοντας ασφαλώς προς το τέλος την απαραίτητη ανατροπή.

«Ο σαλταδόρος».  Ο Γιάννης Μόσχος γυρίζει πίσω τον χρόνο, τοποθετώντας μικρούς και μεγάλους ―και στην ηλικία και στον χαρακτήρα, στις πράξεις, στη συμπεριφορά― ήρωες στην περίοδο της Κατοχής. Χρησιμοποιεί με δομημένη και στρωτή αφήγηση το δίπολο-αντίστιξη: μικρός σε ηλικία, μεγάλος στην καρδιά, όπως και την αντίθεση. Καταφέρνει να πετύχει και την ατμόσφαιρα και την κατανόηση-συμπόνια προς τους τραγικούς εντέλει πρωταγωνιστές.

Η Κωνσταντίνα Μόσχου αφήνει την ηρωίδα της ανεξέλεγκτη να λύνει και να δένει στο διήγημα «Λέγε με Αναστέζια». Δίπλα της άβουλος ―από χαρακτήρα, αλλά και από έρωτα― ο Μπίλης. Η κομπίνα, ιδιαίτερα αν είναι επαναλαμβανόμενη, κάποτε γίνεται αντιληπτή, ξεσκεπάζεται. Η θέση της ιστορίας  ζητά σχεδόν παρακλητικά ένα θύμα. Ασφαλώς δεν μένει παρά να βρεθεί. Απλά και κατανοητά.

«Μια καλύτερη μέρα» είναι ο τίτλος που επιλέγει ο Λευτέρης Μπούρος. Ο ήρωας παίρνει τον νόμο στα χέρια του. Και παρόλο που σπέρνει και θερίζει τον θάνατο, εντούτοις κερδίζει τη συμπάθεια του αναγνώστη. Ο Ρίζος, με το επώνυμο που ταιριάζει σε όλα τα ρήματα με την κατάληξη -ίζω, αναλαμβάνει δράση, ξεριζώνοντας εντέλει τα ζιζάνια της κοινωνίας. Άλλωστε είναι ειδικός, καθότι πρώην κηπουρός. Η τέχνη δεν ξεχνιέται κι ας την χτύπησε ανάλγητα η Κρίση.