Πολυδιάστατο παζλ
Στο νέο μυθιστόρημα τού Αγγέλου Χαριάτη, Σκιές πάνω από το Όρος, κεντρικός ήρωας είναι ο Ιούλιος Φέρτης, ένας ογδοντάχρονος συνταξιούχος, πρώην ιδιωτικός ερευνητής, χήρος και σημαδεμένος από τα χρόνια. Η ζωή του Ιούλιου κυλάει μέσα σε μια αργή και δύσκολη καθημερινότητα, μέχρι που ένα όραμα της νεκρής συζύγου του τον ωθεί να επισκεφθεί το Άγιον Όρος.
«Είχε ξυπνήσει από ένα όνειρο. Είχε δει στον ύπνο του τη γυναίκα του. Τόσο ζωντανή, που είχε απλώσει τα χέρια του να την αγκαλιάσει. Το μόνο που είχε καταφέρει ήταν να πιάσει αέρα και μελαγχολία. Είχε εμφανιστεί φορώντας άσπρα ρούχα. “Ιούλιε, βρίσκομαι σε τόπο χλοερό, σε τόπο δροσερό, σε τόπο αναπόδραστο”, του είχε πει. Έπειτα τον κοίταξε με εκείνο το πράο, γεμάτο λατρεία βλέμμα της, σαν βρέφος που κοιτάζει την τροφό του. Έμοιαζε να αιωρείται σαν βουδιστής μοναχός που είχε καταφέρει να δαμάσει την ύλη για χάρη του πνεύματος. Έκανε μια ακόμα προσπάθεια να ανοίξει το στόμα της, αλλά δεν μπόρεσε. Ο Ιούλιος, στο όνειρο, είχε συρρικνωθεί σαν να βρισκόταν στην ηλικία των δέκα ετών με τη μορφή των ογδόντα του χρόνων. Αποξηραμένος, ρουφηγμένος από όλα τα υγρά του σώματός του.» (σελ. 11)
Το όραμα της εκλιπούσας, η ανάγκη του πρωταγωνιστή-συζύγου της να ανάψει ένα κερί στη μνήμη της και να εκπληρώσει ένα τάμα, αλλά και η ταλάντευσή του ανάμεσα στην πίστη και τη δυσπιστία, σε συνδυασμό με την περιέργεια που μάχεται τη σωματική του κόπωση, συνθέτουν το ψυχολογικό υπόβαθρο που τον οδηγεί στο «Περιβόλι της Παναγίας».
Η διάθεσή του, που ξεκινά ως προσκυνηματική, μετατρέπεται σύντομα σε εφιάλτη: ένας μοναχός δολοφονείται και οι φόνοι αρχίζουν να διαδέχονται ο ένας τον άλλον. Η αγιορείτικη ατμόσφαιρα συγκρούεται με τις σκιές του παρελθόντος, αλλά και τον μυστικισμό που αποπνέει ο τόπος. Ο ηγούμενος Ακάκιος, βλέποντας στον Ιούλιο μια «αποστολή» που του εμπιστεύθηκε η Παναγία, τον καλεί να διερευνήσει τους φόνους και τις σκοτεινές υποθέσεις που συγκλονίζουν τη μονή. Δίπλα του θα σταθεί ο Παχούμιος, ένας «σαλός εν Χριστώ» μοναχός, αθώος, αφελής και ταυτόχρονα διορατικός, που λειτουργεί ως ιδιότυπος βοηθός του ερευνητή. Εμφανίζονται μορφές όπως ο αρχοντάρης Σωφρόνιος, ο ήπιος Εφραίμ, αλλά και άλλοι μοναχοί που κουβαλούν τα δικά τους βάρη.
«Συγκεντρώθηκε και πάλι στην εικόνα. Είδε τον μαύρο λιτό χωρίς μανίκια μανδύα. Παρατήρησε το εξώρασο. Τις πτυχές του, το πώς έπεφτε στο νεκρό κορμί του. Η ζώνη ήταν στη θέση της. Σύμβολο της νέκρωσης της σάρκας. Αν και συμβολικό, είχε έρθει στην πραγματικότητα. Θαύμασε το πολυσταύρι. Το μαύρο κορδόνι να πλέκεται σε πολλούς μικρούς σταυρούς σχηματίζοντας ένα διάτρητο, σταυροειδές ένδυμα φορεμένο πάνω από τους ώμους. Συγκέντρωσε την προσοχή του στο εσώρασο. Έλειπε ένα κομμάτι σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Κοίταξε για άλλη μια φορά προσεκτικά. Να σιγουρευτεί. Και πάλι το κομμάτι έλειπε. Δεν μπορούσε να γελαστεί.» (σελ. 69)
Οι φόνοι δεν είναι τυχαίοι, καθώς από τους σωρούς των δολοφονημένων μοναχών λείπουν διάφορα από την εξάρτησή τους, ακόμα και κομμάτια από τα ράσα τους, αφήνοντας πίσω ίχνη και συμβολισμούς. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα διακόπτεται βίαια και ο Ιούλιος, παρά την ηλικία και τα σωματικά του προβλήματα, αναλαμβάνει να βοηθήσει στην εξιχνίαση του μυστηρίου. Οι ενοράσεις της συζύγου του, που μερικές φορές συγχέεται με τη μορφή της Παναγίας, τον καθοδηγούν σε μια προσωπική και πνευματική αναμέτρηση. Επιστρατεύει την πείρα και την οξυδέρκειά του για να ξετυλίξει το κουβάρι, σε συνεργασία με τον Σωφρόνιο, τον Παχούμιο, τον Εφραίμ και άλλους. Το μυστήριο δεν περιορίζεται στο «ποιος είναι ο δολοφόνος». Καθώς ερευνά, αναδύονται ψίθυροι για απαγορευμένες σχέσεις, καθώς και θρησκευτικές, φιλοσοφικές και ηθικές συγκρούσεις.
Ο ήρωας, με το πείσμα και τη διορατικότητα ενός ανθρώπου που έχει μάθει να παρατηρεί και να σκέφτεται, θα αποκαλύψει την ύπαρξη ενός μυστικού. Σύντομα γίνεται φανερό πως πίσω από τις δολοφονίες κρύβεται κάτι πολύ βαθύτερο: ένας μύθος που πλανάται επί αιώνες για την Αθωνική χερσόνησο, αλλά και οι αθέατες πτυχές του ίδιου του μοναχισμού.
Ρεαλισμός και υπέρβαση
Η λογοτεχνική αξία του έργου έγκειται κυρίως στην ζωντάνια της αφήγησης και στον τρόπο με τον οποίο αποδίδεται η ατμόσφαιρα στο Άγιον Όρος. Ο συγγραφέας αποφεύγει τον εξιδανικευμένο ή μυθοποιημένο λόγο· αντιθέτως, παρουσιάζει το Άθως ως μια ζωντανή κοινότητα με αδυναμίες και ποικίλες συγκρούσεις. Η αφήγηση συνδυάζει την περιρρέουσα θρησκευτική ατμόσφαιρα με τη σκιά του εγκλήματος. Οι λιθόστρωτοι διάδρομοι, οι σκιερές αυλές, οι ψαλμοί και οι σιωπές συνθέτουν μια σκηνή όπου το μυστήριο μοιάζει να αναδύεται φυσικά. Ο Χαριάτης, με την ευαισθησία του ποιητή και την ακρίβεια του ερευνητή, κατορθώνει να ζωντανέψει αυτόν τον κλειστό κόσμο. Ιδιαίτερα τολμηρή είναι η επιλογή του πρωταγωνιστή: ένας ογδοντάχρονος, σπάνια ηλικία για κεντρικό ήρωα αστυνομικού μυθιστορήματος.
«Ο Ιούλιος είχε μείνει ακίνητος. Θέλοντας να αφουγκραστεί, να πιάσει με το αυτί του τον παραμικρό ήχο. Όχι με το δεξί. Το δεξί δεν μπορούσε να πιάσει τις χαμηλές συχνότητες. Ένα ξεχασμένο ακουστικό που όμως πρόσφερε πολύ λίγα πράγματα στη βελτίωση της ακοής. Το αριστερό όμως μπορούσε να περηφανεύεται για την υψηλή λειτουργικότητά του. Πέρασε το καμηλαύκι στην άλλη μασχάλη, έβαλε την αριστερή του παλάμη κάθετα πίσω από το αυτί σχηματίζοντας ένα είδος κοχλία και προσπάθησε να ακούσει ήχους που ενδεχομένως να του είχαν διαφύγει.» (σελ. 283-284)
Το ίδιο τολμηρή και παρακινδυνευμένη είναι και η επιλογή του να στήσει το αστυνομικό του αφήγημα στο Άγιο Όρος. Με τον τρόπο αυτό, αφενός καταφέρνει να προσφέρει μια μοναδική, σχεδόν κινηματογραφική πραγματικότητα, αφετέρου επιφορτίζει το κείμενο με ένα βαρύ συμβολικό φορτίο. Οι φόνοι μέσα σε έναν χώρο που θεωρείται ιερός, εκεί όπου η σιωπή και η προσευχή αποτελούν κανόνα, αναδεικνύουν τη σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και στο κακό, στο φως και στο σκοτάδι, στην αγιοσύνη και στην ανθρώπινη αδυναμία. Ο συγγραφέας δεν παραδίδει τις πληροφορίες μονοδιάστατα αλλά τις «στάζει» σταδιακά κρατώντας τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Οι αναφορές στο τοπίο και σε παλιούς θρύλους, τα σύμβολα, η ένταση των χρωμάτων, ακόμα και η επιλογή στην ανάδειξή τους, λειτουργούν ως σπαράγματα ενός πολυδιάστατου παζλ.
Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται πολυεπίπεδοι: από τους μοναχούς που κινούνται ανάμεσα στον φόβο και την πίστη, μέχρι τον ίδιο τον Ιούλιο που ενσαρκώνει έναν αντιήρωα και όχι τον κλασσικό, αλάνθαστο ντετέκτιβ των κλασικών αστυνομικών μυθιστορημάτων. Ο Ιούλιος, με τα πονεμένα γόνατα και τη μνήμη της απώλειας, συμβολίζει τον αγώνα του ανθρώπου να βρει σκοπό ακόμα και όταν όλα φαίνεται να έχουν τελειώσει. Είναι ένας άνθρωπος με φθαρμένο σώμα αλλά διαυγές πνεύμα. Ως ήρωας στη δύση της ζωής του εκφράζει την αγωνία απέναντι στον χρόνο και στη φθορά, ενώ ταυτόχρονα αναζητεί έναν τρόπο συμφιλίωσης με την απώλεια και τον θάνατο.
Ο συγγραφέας επιλέγει συνειδητά να του δώσει αυτά τα χαρακτηριστικά, προσδίδοντας στη μορφή του τραγικότητα αλλά και εσωτερικό μεγαλείο. Η αντίσταση του πνεύματος στη φθορά του σώματος είναι ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία του βιβλίου. Το αντιηρωικό προφίλ του Ιούλιου τον καθιστά πιο πειστικό, καθώς ενσαρκώνει τον αγώνα της ανθρώπινης βούλησης να παραμείνει ακμαία.
Σχέση πλοκής και γλώσσας
Στα συν του βιβλίου έρχεται να προστεθεί και η γλώσσα του Χαριάτη, που είναι καλοδουλεμένη και ουσιώδης, αποδίδοντας στο ακέραιο τόσο τη γαλήνη του Όρους όσο και την αγωνία του αστυνομικού θρίλερ, χωρίς να καταφεύγει σε πομπώδεις περιγραφές. Οι μακροπερίοδες προτάσεις, με τις γκροτέσκο συγκρίσεις και μια γερή δόση υποδόριου χιούμορ, ενισχύουν την εξιστόρηση χωρίς να βαραίνουν υπέρμετρα τη ροή της, ενώ η εναλλαγή καθημερινών και λόγιων εκφράσεων αποδίδει τον διττό χαρακτήρα του χώρου: τον ιερό και τον ανθρώπινο. Οι διάλογοι, σύντομοι και συχνά υπαινικτικοί, αναδεικνύουν την ψυχολογική διάσταση των χαρακτήρων. Είναι μετρημένοι, σχεδόν δωρικοί, αντανακλώντας με απλότητα και σαφήνεια την ψυχολογία των μοναχών και την απλότητα του χώρου. Μέσα από την ανάδειξη της καθημερινότητας, του λιτού φαγητού, των αυστηρών κανόνων και της μυστικιστικής ατμόσφαιρας, εμφανίζεται μια κοινότητα όπου η πίστη και η πειθαρχία δοκιμάζονται συνεχώς.
Οι μεταφορές είναι πρωτότυπες, τολμηρές και λειτουργικές∙ αποτυπώνουν όχι μόνο εικόνες αλλά και συναισθήματα: «κουνούπια-αμφορείς αίματος», «μούτρα σαν ώριμα σταφύλια σε κληματαριά», «τρομαγμένοι τζίτζικες που συνειδητοποιούν τον χειμώνα» κ.α. Αυτή η γλωσσική ευρηματικότητα καθιστά το ύφος του Χαριάτη αναγνωρίσιμο και ξεχωριστό. Η όλη αφήγηση είναι συνδυασμός ωμού ρεαλισμού, λεπτής ειρωνείας και υπερβατικότητας: από τη μία οι λεπτομερείς περιγραφές της ιδιόμορφης μοναστικής καθημερινότητας και από την άλλη τα οράματα του Ιούλιου με τη νεκρή σύζυγό του, που ενίοτε ταυτίζεται με την Παναγία.
« “Δεν σου είπα χωρίς λόγο την ιστορία με την εικόνα της Μεγαλόχαρης. Θέλω να πας και να προσκυνήσεις εκεί, στο περιβόλι της Παναγιάς, για τη σωτηρία μου”», έκανε η γυναίκα του ή, μάλλον, το πνεύμα της γυναίκας του ή, εν πάση περιπτώσει, αυτό που φανταζόταν ως πνεύμα ο Ιούλιος. Κάθε ερμηνεία δεκτή.» (σελ.17 )
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η γραφή διατηρεί μια λογοτεχνικότητα που ξεπερνά το στενό πλαίσιο του αστυνομικού είδους.
Ανάμεσα στον φόβο και την πίστη. Ο τόπος ως πρωταγωνιστής
Οι περιγραφές του ευρύτερου χώρου –από το φυσικό τοπίο μέχρι τις ιστορικές αναφορές στην Τουρκοκρατία, στη γερμανική Κατοχή και στον Εμφύλιο– πλουτίζουν την αφήγηση με ιστορική διάσταση, εντάσσοντας την όλη εξιστόρηση σε ένα ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Ιδιαίτερη θέση κατέχει ο διάλογος που αναπτύσσεται ανάμεσα στον μοναχισμό και την πολιτική ουτοπία, ανάμεσα στη θεολογική ιδέα περί ισότητας και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσα από τέτοιες αναφορές, ο Χαριάτης εντάσσει στο αστυνομικό είδος το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο.
Ο τόπος αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο: δεν είναι απλό σκηνικό, αλλά ένας καθρέφτης των ανθρώπινων παθών. Πίσω από την όψη της αφοσίωσης αναδύονται σφοδρές ανθρώπινες αντιφάσεις και αδυναμίες. Ο συγγραφέας φωτίζει την ένταση ανάμεσα στην πνευματικότητα και την ιστορική ευθύνη, θυμίζοντας ακόμη και την επαίσχυντη επιστολή μοναχών προς τον Χίτλερ κατά τη γερμανική κατοχή. Οι ιστορικές παρεμβολές λειτουργούν σαν υπενθύμιση ότι ο χώρος του Όρους δεν ήταν ποτέ αποκομμένος από την Ιστορία, αλλά βρισκόταν σε αμφιλεγόμενη σχέση μαζί της. Οι σκέψεις του Ιούλιου αποκαλύπτουν μια ψυχή γεμάτη με λαμπρές αλλά και πικρές εμπειρίες, κόπωση αλλά και μια αθόρυβη και αστείρευτη δίψα για ζωή. Ο λόγος γίνεται φορέας αντίστιξης ανάμεσα στην ιερότητα του χώρου και τη γήινη, σχεδόν πεζή πραγματικότητα του πρωταγωνιστή.
Θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα και αμφιθυμίες
Το μυθιστόρημα δεν περιορίζεται στη διερεύνηση εγκλημάτων· ανοίγει ένα πεδίο στοχασμού γύρω από θεμελιώδεις έννοιες:
Πίστη και αμφιβολία: Ο Ιούλιος δεν είναι θρησκευόμενος με την παραδοσιακή έννοια. Η σχέση του με την πίστη περνά μέσα από την αμφιβολία. Το Άγιον Όρος γίνεται το σκηνικό όπου ο ίδιος αναμετράται με την απώλεια και την ανάγκη για επιβεβαίωση και αυτοπραγμάτωση. Το ερώτημα «ποιος είναι διατεθειμένος να θυσιαστεί;» επανέρχεται, φωτίζοντας πολυπρισματικά το νόημα της ζωής.
Ενοχή και σιωπή: Η σιωπή των μοναχών, η συγκάλυψη και οι ψίθυροι λειτουργούν ως το μεγαλύτερο «έγκλημα». Μέσα από τις «μιαρές σχέσεις» ο συγγραφέας υπογραμμίζει την αδυναμία του ανθρώπου να σταθεί αμόλυντος, ακόμη και σε χώρους που έχουν οριστεί ως ιεροί. Οι μοναχοί δεν παρουσιάζονται ως άψογοι φύλακες της πίστης αλλά ως άνθρωποι με παρελθόν, πάθη και φόβους. Η φράση «αν δεν αμαρτήσεις, δεν μπορείς να αγιάσεις» γίνεται κλειδί για την κατανόηση της εσωτερικής τους πάλης.
Ιστορική και κοινωνική διάσταση: Οι αναφορές στη στάση των μοναχών στην Κατοχή, στις αντάρτισσες του ΕΛΑΣ και στη μεταπολεμική αφήγηση περί «θείας δικαιοσύνης», φανερώνουν την κριτική διάθεση του συγγραφέα απέναντι σε έναν μοναχισμό που άλλοτε υπήρξε προπύργιο προνομίων και άλλοτε εργαλείο ιδεολογικής νομιμοποίησης.
«Φόνοι κληρικών είχαν να γίνουν από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, από τα χρόνια των πειρατικών επιδρομών. Μετά την απελευθέρωση του Αγίου Όρους από το θωρηκτό Αβέρωφ, κάπου στο μακρινό 1912, είχε περάσει μια φάση ηρεμίας. Ακόμη και την περίοδο της γερμανικής κατοχής οι μοναχοί είχαν φροντίσει, στέλνοντας την επαίσχυντη επιστολή στον Φύρερ, να μείνουν απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Τι κι αν αργοπέθαινε ολόκληρη η Ελλάδα; Ο Κύριος ήταν υπεράνω συνόρων. Τι κι αν απελπισμένοι ζητούσαν βοήθεια; Μακάριοι οι ελεήμονες. Ο Κύριος θα φρόντιζε και για εκείνους στη μετά ζωή. Κάποια στιγμή οι αντάρτισσες του ΕΛΑΣ, εκεί στη μαύρη τριετία, είχαν καταλύσει προσωρινά το άβατο. Όμως ο σοφός Κύριος είχε φροντίσει για την τιμωρία τους, για το τόλμημα της βεβήλωσης.» (σελ. 194-195)
Ηθική και εξουσία: Μέσα από μεταφορές που παραπέμπουν σε πειραματόζωα ή σε καλοκουρδισμένες μηχανές, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο η πειθαρχία του μοναχισμού είναι πράξη ελεύθερης βούλησης ή μηχανισμός εξουσίας. Ο υπόγειος διάλογος που ανοίγεται ανάμεσα στη βασιλεία του Θεού και στην κομμουνιστική ουτοπία αναδεικνύει μια πρωτότυπη σύνδεση θρησκευτικού και πολιτικού οράματος. Το βιβλίο, έτσι, μετατρέπεται σε ένα πολυεπίπεδο κείμενο όπου το έγκλημα γίνεται αφορμή για βαθύτερες αναζητήσεις γύρω από τη φύση της πίστης.
Πολυεπίπεδη αναγνωστική εμπειρία
Το Σκιές πάνω από το Όρος είναι ένα μυθιστόρημα που εμπλουτίζει τον χάρτη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας με έναν ιδιαίτερο συνδυασμό: το νουάρ ύφος ενταγμένο σε έναν χώρο κατεξοχήν ιερό, το Άγιον Όρος. Ο συγγραφέας τολμά να μεταφέρει τον αναγνώστη σε έναν τόπο φορτισμένο με αιώνες θρησκευτικής παράδοσης, και να τον μετατρέψει σε πεδίο εγκλημάτων, χωρίς όμως να εκπίπτει στην ευκολία του σκανδαλισμού. Δεν διστάζει να θίξει ακανθώδη ζητήματα, ούτε να παρουσιάσει τον μοναχισμό χωρίς εξιδανίκευση. Στήνει ένα σκοτεινό σκηνικό μέσα σε ένα ιερό τοπίο, χωρίς να το απομυθοποιεί χυδαία, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις και την ανθρώπινη διάστασή του.
Η γοητεία του βιβλίου του δεν βρίσκεται μόνο στη λύση του μυστηρίου, αλλά κυρίως στη διαδρομή: στην αναμέτρηση με το σκοτάδι και στη δυνατότητα να αναζητούμε το φως. Θίγοντας ζητήματα υπαρξιακά και κοινωνικά, όπως η μοναξιά και τα γηρατειά, τοποθετεί τον συγγραφέα του στη χορεία εκείνων που ξέρουν να παντρεύουν τη λογοτεχνική αξία με τη λαϊκή απήχηση. Τελικά, αυτό που μένει είναι η αίσθηση πως το αστυνομικό μυστήριο είναι η αφορμή. Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί μόνο την προσπάθεια του ήρωα να λύσει αυτό το μυστήριο, αλλά καλείται και ο ίδιος να στοχαστεί. Για τον λόγο αυτό καθώς και για όλα τα προηγούμενα, το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο από τους φίλους του αστυνομικού, αλλά από κάθε αναγνώστη που αναζητά ερωτήματα χωρίς εύκολες απαντήσεις.